Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Κεράσματα

1
"Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
...
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της..."
(Αλκυόνη Παπαδάκη , Στον ίσκιο των πουλιών)
 
painting Female head Leonardo Da Vinci






2 
"...Ποιός κρύβεται;
Ποιός κλαίει μ' αναφιλητά
μέσα στους θάμνους της κοιλάδας;
Το φεγγάρι,
αφήνει στον αέρα ένα μαχαίρι,
...που σαν παγίδα από μολύβι
αποζητάει να γίνει πόνος στο αίμα.
Αφήστε με να μπω!
Φθάνω!
Παγώνω παράθυρα και τοίχους!
Στέγες και κόρφοι ανοίχτε,
να ζεσταθώ μέσα σας!
Κρυώνω!
Οι στάχτες απ' τα νυσταγμένα μου μέταλλα
ψάχνουν να βρουν της φωτιάς,
σε δρόμους μέσα και σε λόφους.
Πάνω στη ράχη μου από ίασπη,
το χιόνι με μεταφέρει
και με πνίγουν σκληρά και παγερά,
τα νερά που λιμνάζουν.
Ω, ναι, θα χυθεί απόψε,
στα μάγουλά μου,
και στις καλαμιές που λυγούν
κάτω απ' τα πλατειά πόδια του ανέμου,
αίμα κατακόκκινο.
................................................
Πουθενά να μην πέσει σκιά,
ούτε άνοιγμα στα δένδρα,
γιατί δεν πρέπει να ξεφύγουν!
Θέλω να μπω σ΄ένα κόρφο
και να ζεσταθώ εκεί μέσα!
Ζητάω μια καρδιά!
Για μένα μια καρδιά ζεστή!
Που θα απλωθεί πάνω στου στήθους μου τα βουνά.
Αφήστε με να μπω!
Ω, αφήστε με! Αφήστε με"..

ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ (ο μονόλογος του φεγγαριού)

painting
moonrise over the sea Caspar David Friendrich





3
"Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στο αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
.........................................................................................................
Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι.
Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται...

... Ονειρεύονται και ελπίζουν..."

Αλκυόνη Παπαδάκη (το χρώμα του φεγγαριού)

painting
children's afternoon at Wargemont Auguste Renoir

 




4
"Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου
κάπου βαθιά της ζεί το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα'θελα να το λαβώσεις".
...
Τάσος Λειβαδίτης

painting
"Sweetest Eyes Were Ever Seen" John Everett Millais







                                                                  5
"Μόνη, εντελώς μόνη,
περπατώ στὸ δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα:
Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη απὸ τη Δύση
αφήνοντας ημιτελὲς το δειλινό...
...
Σε λίγο η νύχτα,
κρατώντας τους αμφορείς του μυστηρίου,
των ιδιοτήτων της επαίρετο,
όταν το ρεμβώδες μάτι της, το φεγγάρι,
ένα απρόδεκτο, λαθραίο σύννεφο, πάτησε
και την τύφλωσε.

Του ατυχήματος τούτου
επωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-το μεσονύχτιο υποπτεύονται-
το σύμπαν πυροβόλησε
και το άφησε ακίνητο...

Μετὰ απὸ τέτοια γεγονότα,
το γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη."

Κική Δημουλά (γεγονότα)

painting
Hope, assistants and George Frederic Watts






                                                      6
"Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι απ’ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ’ την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της — είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαίνει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλντά και την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν... έτσι.
……Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα.
……Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση."

Τάσος Λειβαδίτης, "περιπέτεια"

painting
She Shall be Called Woman, George Frederic Watts






                                                                  7
"Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατὰ βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιὲς ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σὲ ποντίζουν
... στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητὰ τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως."

(Γιώργος Σεφέρης, Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα)

painting
The Lament for Icarus, Herbert Draper







                                                               8   
"Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
...ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου..
Δως μου το χέρι σου"

(Τάσος Λειβαδίτης, "φυσάει")

painting
The Deluge, Francis Danby





                                                                                 
                                                          9
"Έβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε; έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε…
«Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!», έγραφε
...Αγαπώ άλλον;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε

Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε

«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ‘ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: «Αγαπώ άλλον!»
«Θα αγαπώ άλλον»;
Πού είσαι;
Πού να πάω;
Φυσάει κρυώνω
Πού είσαι;"

(Τάσος Λειβαδίτης, φυσάει)

painting
Beata Beatrix, Dante Gabriel Rossetti







 (αν περάσεις από εδώ τυχαία, να γλυκαθείς,
  να ζεσταθεί λίγο η ψυχή σου φίλη μου..)


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Συνομιλία

Δε σ' ευχαρίστησα ποτέ για εκείνον τον τετράστιχο θησαυρό που μου έστειλες εκείνο το βράδυ..
Γιατί μ' έκανε να ανακαλύψω ένα μεγαλύτερο θησαυρό που δεν είχα βρει ως τότε..
Ήξερα μόνο εκείνο  το τετράστιχο, το πιο γνωστό..
Τώρα κατάλαβα..
Εδώ είναι όλα όσα έμαθα από εσένα τελικά..
Όσα μου έμαθες για τη ζωή, για τη ροή των πραγμάτων,
μέσα σ' εκείνο το τετράστιχο ήταν κρυμμένα..
Μπορεί να μη το δεις ποτέ αυτό αλλά εγώ σ' ευχαριστώ!
(μη με παρεξηγείς, έχω ανάγκη να σου μιλάω, ακόμα
και αν είναι να κάνω διάλογο με τον εαυτό μου..)
 
 
"Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του
.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά.

Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχεραέλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω
.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά
της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα"
 
Γιάννης Ρίτσος
 

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Φίλη μου αγαπημένη..

Αυτή η ημέρα δεν ξημέρωσε ποτέ.
Χάθηκε το φως πια της ζωής μου.
Τι περίεργο!
Να είσαι το φως κάποιου και να μην το γνωρίζεις..
Ήσουν το φως μου.
Ποτέ δεν στο είπα..
Τώρα είναι άραγε αργά;
Έχεις φύγει; Ούτε που ξέρω..
Ασάλευτη η μαύρη πεταλούδα..
Ασάλευτη!
Αν ποτέ γυρίσεις, θα στο πω..
Θα σου πω πόσο σημαντική ήσουν στη ζωή μου!
Δεν μπορώ άλλα κλάματα, όχι άλλη απώλεια!
Αν γυρίσεις θα σε κρατήσω από το χέρι,
όπως παλιά, θυμάσαι;
Και δε θα σ'αφήσω ποτέ πια!
Ποτέ!



Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Νυχτερινό

Νοστάλγησα
Το χάδι
Το φιλί
Την αγκαλιά σου
Εκείνα τα βράδια
Που σβήναμε τις ασχήμιες του κόσμου
Δίναμε σχήμα στα όνειρά μας
Με μάτια πλημμυρισμένα συναισθήματα
Μοιραζόμασταν τα κορμιά μας
Φτερούγιζαν οι ψυχές μας ως τη θάλασσα
Εκείνα τα βράδια
Που γινόμασταν ένα...
Πόσο οδυνηρός χρόνος ο αόριστος
Ρίξε τον στη φωτιά
Να γίνει στάχτη...





Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Ήχοι σιωπής

Έβαλα τη μια σου λέξη πάνω στην άλλη
έφτιαξα μια σκάλα ως εκεί ψηλά
 στα χείλη σου. 
εκεί περιμένω.
χαϊδεύω το κόκκινο της σιωπής σου
της φοράω ελπίδα
την ταξιδεύω στη θάλασσα
εκεί που αντηχεί μέσα απ' τα όστρακα
η φωνή σου...

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Αναζήτηση

Το μέτωπο καίει από τον πυρετό
και εγώ σε ψάχνω 



ήρθα μέχρι το δάσος
κι έβαψα κόκκινα τα φύλλα του φθινοπώρου σου




με το κόκκινο από τις φωτιές που έκαιγαν τις νύχτες μας
με το κόκκινο από τις φωτιές που ζέσταιναν τα χέρια σου

 


τα χέρια που έδεναν πλεξούδες τον έρωτα στα μαλλιά μου




τα χέρια που έλυναν με τόση ευκολία το περιτύλιγμα
του εαυτού μου
και άγγιζαν το άπειρο των συναισθημάτων μου



τα χέρια που περιμένω για να συνεχίσω 
να αισθάνομαι και να υπάρχω.


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ο μίτος της Αριάδνης

Κι αν μου κόψουν τα μέλη
Κι αν μ' αφήσουν τυφλή
Θα γλείφω τις πληγές μου
με περισσή μανία
Θα κρατηθώ στη ζωή
για τη μοναδική αγάπη
που ένιωσα
Την αγάπη σου
Κι αν μου κλείσουν
κάθε οδό επικοινωνίας
Κι αν ακόμα
δεν αφήσουν τη φωνή μου
ν' ακουστεί
Πάλι θα βρω τρόπο
να σου δείξω
Το δρόμο της αγάπης μου
να μη χαθείς
Για να με συναντήσεις.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Όνειρο

  Θυμάσαι; Τοσκάνη..  Ένα όνειρο, ένας στόχος μακρινός, άπιαστος. Θυμάσαι; Εγώ δε ξέχασα ποτέ. Εκείνο το όνειρο, μαζί σου..


  Πρωί με μυρωδιές από χώμα και λουλούδια..


όνειρο


  Σ' ένα μικρό χωριό πετρόχτιστο.. ένα μικρό καταφύγιο..

όνειρο


                  Απόλαυση καφέ και τα φύλλα του φθινοπώρου να δημιουργούν το πιο όμορφο χαλί  κάτω από τα πόδια μας..


όνειρο..


   
   Μια βόλτα με άλογα στη γαλήνη της φύσης..

όνειρο


        Να κυλιόμαστε ανάμεσα στα στάχια...

όνειρο


Να φτάνουμε απόγευμα στο χωρίο..
όνειρο



 Σε πλακόστρωτα σοκκάκια.. το χέρι μου μέσα στο δικό σου
όνειρο


                                                 

  Ένα μικρό ξύλινο σπίτι στην εξοχή με απέραντη θέα.
όνειρο



Για να ονειρευόμαστε ακόμα τις στιγμές μας.. 

όνειρο



Το πιό μακρύ ταξίδι μου εσύ...
Η γη μου εσύ, ανάσα μου κι αέρας..

Φόβος

Άκουσα τη φωνή σου. Με ζητούσες..
Μα ο δρόμος μου ήταν κλειστός. Τον είχε φράξει η σιωπή σου..
Η ώρα πέρασε. Έβγαλες το κεφάλι από το παράθυρο, έψαξες στο σκοτάδι, κι όταν είδες πως δεν ερχόμουν,άφησες λυτά εκείνα τα άγρια σκυλιά του εγωισμού σου να με κατασπαράξουν..
Δεν υπολόγισες πως έχω πληγές ανοιχτές από προηγούμενα χτυπήματα.
Αν με δαγκώσουν θα πεθάνω..

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Στην άκρη του κόσμου, για εσένα.

Είμαι πάνω σ' εκείνο το βράχο
με τα χέρια ανοιχτά
Προσκαλώ τα στοιχεία της φύσης
να με πάρουν από την ερημιά
Κι ήρθε άνεμος δυνατός
κι ήρθε βροχή
Προσπαθούν να με ρίξουν στο χώμα
μα η φωτιά σου με κρατάει εκεί.

Παράκληση

Εσύ που πιστεύω
Εσύ που τα βλέπεις όλα από ψηλά
Κάνε να πέσω σε κόμμα βαθύ
Σε νάρκωση γλυκιά
Να μη πονάω
Να μην απελπίζομαι
Ώσπου να γυρίσει εκείνος

Μοναξιά μου

Κλείνω τα μάτια. Σταματάω το χρόνο. Θ' αρνηθώ την ύλη και την ψυχή.
Θα ζω με τη μυρωδιά σου. Ως την επιστροφή...

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Αντίο

1,2,3,...,8. Έχουμε το Νο 8. Υπάρχει χρόνος, ας καθίσουμε.
Έκανε τόσο κρύο σ' εκείνη την αίθουσα! Έκανε; Ή μήπως με κρύωναν οι σκέψεις μου; Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα.. Ένιωθα μόνο το κρύο να με τρυπά ως το κόκκαλο. Εγώ εδώ, η μητέρα μου ακριβώς δίπλα. Νομίζω ότι κρύωνε κι εκείνη από την ίδια σκέψη, τον ίδιο φόβο. Το φόβο αυτού του άγνωστου αντικρίσματος..
Ο πατέρας μου ήταν έξω από την αίθουσα, πιο μακριά. Τον έβλεπα. Τον αναγνώριζα από τα ρούχα και το παράστημα κι ας μη γυρνούσε να με κοιτάξει. Φορούσε εκείνο το ωραίο γκρι κοστούμι, το αγαπημένο του, και κοιτούσε το πλήθος.. Πόσος κόσμος είχε αλήθεια μαζευτεί μέσα στην αίθουσα και στο προαύλιο! Τόσος κόσμος! Μας φώναξαν στο ταμείο, πληρώσαμε, πήραμε την απόδειξη. Να μια απόδειξη που δε θα κρατήσω, σκέφτηκα.."Πάρτε το χαρτάκι και πηγαίνετε στην κατοικία του συζύγου σας να περιμένετε" είπαν στη μητέρα μου. Βγήκαμε αργά από την αίθουσα, αισθανόμουν ότι μου είχαν κρεμάσει κάποια αόρατα βάρη στα πόδια και δεν μπορούσα να περπατήσω με άνεση. Πήραμε το αυτοκίνητο και σε λίγο φτάσαμε. Ο πατέρας μου είχε έρθει με τα πόδια. Καθόταν στον κατάλευκο κήπο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Πόση σημασία είχαν τα χρώματα και τ' αντικείμενα ξαφνικά!
"Μπαμπά; Δε θα γυρίσεις να μας δεις; Δε θα μας χαιρετίσεις;" Δεν απαντούσε.. Δεν ξέρω γιατί..
Κάτι ακούστηκε στην ησυχία. Ήρθαν. Ένα μεταλλικό καρότσι, 2 αξίνες. Είχα αποφασίσει να μη δώσω σημασία στους ανθρώπους σήμερα, να προσέχω μόνο τ' αντικείμενα. Ναι, μόνο σ' αυτά θα έδινα σημασία! Γκρι μεταλλικό καρότσι με δυο ρόδες, δυο αξίνες. Σε λίγο ξεκίνησε ένας θόρυβος, ένας λευκός θόρυβος, τόσο εκκωφαντικός που έκανε τ' αυτιά μου να βουίζουν και να πονάνε!
Σκόνη, λευκό, σκόνη... Και ξαφνικά ξύλο!  Καφέ ξύλο.. Πάντα μου άρεσε το σκούρο καφέ ξύλο! Μου φάνηκε τώρα σα να ήταν πόρτα, η πόρτα αυτής της κατοικίας.. Μια πόρτα βαριά που άνοιγε μόνο από έξω.. Δεν ήξερα αν ήθελα ν' ανοίξει. Όχι, ήξερα.. Δεν ήθελα ν' ανοίξει! Έπρεπε όμως να αποχαιρετιστούμε , αυτό μόνο ήξερα, τίποτα άλλο!
"Μπαμπά; Θα γυρίσεις επιτέλους να με κοιτάξεις; Τουλάχιστον τώρα για τελευταία φορά!"
Και τότε κατάλαβα.. "Κατάλαβα γιατί από το πρωί μου κρύβεσαι, γιατί δεν ήθελες να με δεις!"
Τρομερή η εικόνα σ' αυτό το τελευταίο αντίκρυσμα στ' αλήθεια! "Ήθελες να με προστατέψεις μπαμπά, έτσι δεν είναι;" Όμως ήταν αναπόφευκτο! " Έπρεπε να ειδωθούμε για τελευταία φορά, δεν είμαι μικρό κοριτσάκι πια, έπρεπε να σε χαιρετίσω.." Έστω κι έτσι!
Λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί. Μια μηχανή με μεταλλική καρότσα πίσω..
Λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί! Μα ο πατέρας μου δεν έπινε κόκκινο κρασί. Μόνο λευκό, άντε και καμία μπύρα. Για ποτό ούτε λόγος! Λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί!
"Ακολουθήστε με." είπε μια φωνή. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ακολουθούσα εκείνη τη μηχανή με την καρότσα που είχε μέσα το λευκό σεντόνι και το κόκκινο κρασί.. Δεν έβλεπα τίποτα τριγύρω.. Δεν προσπαθούσα κιόλας! Είχε κολλήσει η ματιά μου σ' εκείνο το λευκό σεντόνι που ακολουθούσα σαν υπνωτισμένη.. Φτάσαμε, κατεβήκαμε, προχωρήσαμε.. Σου έδωσαν κρασί, κόκκινο κρασί, και.. " Τι είναι εδώ; " Δεν πήρα απάντηση. Εδώ λοιπόν είναι η άβυσσος, σκέφτηκα. Άβυσσος ψυχών και σωμάτων.. Μια πολυκατοικία στην άβυσσο.. Η τελευταία κατοικία! Με μια λαμαρίνα για πόρτα, καμιά πολυτέλεια! Όλοι μαζί σαν σε αμπάρι πλοίου! "Εδώ θα είσαι τώρα μπαμπά! Πως θα σε βρίσκω ανάμεσα σε τόσο κόσμο;" Και όλοι τόσο ίδιοι..τόσο απαράμιλλα ίδιοι! "Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, έτσι δεν είναι;" Σ' αυτή την άβυσσο ψυχών και σωμάτων.. "Σε αφήνω λοιπόν ν' αναπαυτείς! Αντίο μπαμπά.. Αντίο! "

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Σε χρειάζομαι

Χώμα, υγρό, ύλη, αποσύνθεση, φως σκοτάδι..
Φλας στα μάτια μου.
Εικόνες, πληγές, φόβοι, αισθήματα, πόνοι, λυγμοί, σκέψεις.
Που είσαι;
Σε χρειάζομαι!
Θέλω μια αγκαλιά, μια αγκαλιά δυνατή να με πονέσει.
Να μη φοβηθώ..
Μια αγκαλιά δυνατή με μάτια κλειστά.
Να ακουμπάω στο στήθος σου χωρίς να βλέπω.
Μόνο να νιώθω.
Να πάρω τη ζέστη και τη μυρωδιά σου φυλαχτό.
Να μη φοβηθώ..

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Μονόγραμμα

Πότε πεθαίνει η καρδιά;
Πόσο αντέχει το κορμί την απουσία;
Αυτό το τρέμουλο του άσβηστου πόθου;
Και το άλλο μισό...
Το άλλο μισό να χάνεται..σε σκέψεις..σε σελίδες..
Και ο πόθος να σβήνει με κλάμα βουβό
Εκεί που άλλοτε έσβηνε με τη φωνή του..






Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

"l'amour ou la mort "

"Ν' αγαπάς μέχρι το θάνατο" του είχε πει. Και το εννοούσε. Και δεν το περίμενε, όχι, δεν το περίμενε πως θα ερχόταν κάποια στιγμή που ο θάνατος θα της στερούσε την αγάπη του. Μόνο που δεν ήταν ο δικός της θάνατος αλλά η ιδέα του, η ιδέα του προσωρινού, του μάταιου, της κλεψύδρας που αδειάζει με ρυθμό ταχύ στο μυαλό του. Και τον κέρδιζε ημέρα με την ημέρα. Είχε γίνει προτεραιότητα. Κι εκείνη τον αγαπούσε, τον χάιδευε με τη σκέψη της και προσπαθούσε να τον νοιώσει, να τον καταλάβει. Ναι, τον καταλάβαινε, μαλάκωνε, τον άφηνε να την πονάει γιατί είχε αποφασίσει να σεβαστεί κι εκείνη τη φοβερή προοπτική, τη φοβερή ιδέα, τον τρόμο του θανάτου. Κι εκείνος έδειχνε να αγκαλιάζει την απόφαση της τρυφερά, να έρχεται πιο κοντά της, να της δίνεται περισσότερο από πριν. Κι όμως η εμμονή του προς το μάταιο, η θλίψη του όταν έχανε για λίγο αυτή την εμμονή, την πλήγωναν ξανά και ξανά, πιο βαθιά κάθε φορά. Γιατί η αγάπη του προς εκείνη δεν έπρεπε να έχει προϋποθέσεις, όπως δεν είχε και η δική της αγάπη, δεν έπρεπε να έρχεται και να φεύγει ανάλογα με το πόσο κοντά ή πόσο μακριά ήταν εκείνος και η εμμονή του. Πλημμύριζαν μέσα της τα συναισθήματα και οι πόθοι της για εκείνον, κι εκείνος τη θυμόταν περιστασιακά, της έδινε λίγες λέξεις, αλλά δεν της έφταναν οι λέξεις, οι λέξεις δεν έλεγαν τίποτα χωρίς το συναίσθημα.
" Ν' αγαπάς μέχρι το θάνατο" του είχε πει, γιατί ήξερε πως ο θάνατος είναι η μόνη πραγματική ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Η πιο τρομακτική που δεν αποφεύγει κανείς και που ποτέ δεν ξέρει πότε θα έρθει. Τον φοβόταν το θάνατο εκείνη, τον είχε βιώσει και τον φοβόταν. Γι αυτό κι επιμένει να το πιστεύει και να πολεμάει γι αυτό : "Ν' αγαπάς μέχρι το θάνατο" . Όχι, η αγάπη δε σκοτώνει, η έλλειψή της όμως σε κάνει να σβήνεις αργά, να αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος, μικρός και μόνος σ' αυτό τον σκληρό και παγωμένο  κόσμο.                                                                                                                                                                                                                                 



LA FILLE D’OCTOBRE – “TROP D’AMOUR TUE” (“TOO MUCH LOVE KILLS”):
Je me lancerais bien du plus haut des toits
I’d readily plunge off the highest of the roofs
Les chevilles lestées des plus lourdes pierres
Ankles shackled by the heaviest stones
Pleine de cet amour qui me rendait fière

Awash with this love that made me proud
(Elèveras-tu ton regard sur moi?)
(Shall you raise your eyes upon me?)
Je me jetterais bien dans les deux rivières

I would readily jump into the two rivers
Que mes joues creusées ont charrié pour toi
That my hollow cheeks carried along for you
Noyée dans les larmes étouffant ma voix
Drowned into the tears that dampen my voice

(M’accorderas-tu un peu de ton air?)
Shall you concede me some of your air?
Trop d’amour tue

Too much love kills
(Que le ciel me prépare un asile de misère)
(May the sky secure me a wretched asylum)
Si tu me fais signe, je viendrais
If you signal me, I’ll come
Je me couperais bien les jambes et les bras
I’d readily severe legs and arms

Pour donner au monde mon buste de pierre
To offer the world my stone bust

Une fois pétrifiée au jardin d’hiver

Once petrified in the winter garden
(Auras-tu pitié de mon corps si froid?)
(Will you have mercy on my O’ so cold body?)
Je me brûlerais bien aux flammes de l’enfer
I’d readily burn in the blazes of hell

Que tu as laissé tout autour de moi
That you left all around me

Si jamais le diable me mordait les doigts
If the devil ever bit my fingers

(Lui livreras-tu une juste guerre ?)
(Would you wage a righteous war against him?)
Trop d’amour tue
Too much love kills

(Que le ciel me prépare un asile de misère)
(May the sky hold for me a wretched asylum)

Si tu me fais signe, je viendrais
If you signal me, I’ll come

Trop d’amour tue
Too much love kills

(Que le ciel me prépare un endroit pour me taire)
May the sky hold for meplace where I’ll be quiet

Si tu me refuses trop d’amour
If you refuse me too much love
Je suis assez forte pour mourir cent fois
I am strong to die a hundred times

Mille dieux en colère ne peuvent m’empêcher
A wrath of a thousand gods shan’t prevent me

Si tu approches, écoutes au fond de moi
If you come close, listen deep within me
Mon coeur c’est la terre prête à exploser
My heart is Earth prompt to burst
Trop d’amour tue …
Too much love kills…
Trop d’amour tue
Too much love kills

(Que le ciel me prépare un asile de misère)
(May the sky hold for me a wretched asylum)

Si tu me fais signe je viendrais
If you signal me, I’ll come

Trop d’amour tue
Too much love kills

(Que le ciel me prépare un endroit pour me taire)
May the sky hold for me a place where I shall be quiet

Si tu me refuses trop d’amour
If you refuse too much love
Je viendrais …Trop d’amour …
I’ll come… Too much love…

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Βροχή μου

Το αυτοκίνητο ακολουθούσε τη νυχτερινή του διαδρομή. Εκείνη οδηγούσε, εκείνος δίπλα της, της κρατούσε το χέρι. Της άρεσε τόσο αυτή του η συνήθεια, που ήταν ικανή να μην αλλάξει ταχύτητα, ν'αφήσει το αμάξι να αγκομαχάει σαν κουρασμένο άλογο στην ανηφόρα, παρά να χάσει τη ζεστασιά του χεριού του. Πολλές φορές μάλιστα προσπαθούσε, και τα κατάφερνε μετά από τόσο καιρό πια, να αλλάζει τις ταχύτητες με το αριστερό για να μη ταράζει τίποτα τη γαλήνη τους. Ήξερε που πήγαιναν, εκείνος πάλι όχι. Δεν του άρεσαν οι εκπλήξεις κι εκείνη το ήξερε, αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να γίνει έτσι. Ήξεραν μόνο που θα κατέληγαν, κοντά στη θάλασσα, στο μέρος που αγαπούσαν και οι δύο.Χιλιάδες σκέψεις το δευτερόλεπτο περνούσαν από το μυαλό της. Έφτιαχνε πρόλογο, κυρίως θέμα, επίλογο..τα άλλαζε όμως ξανά και ξανά χιλιάδες φορές στη διαδρομή. Ήταν δύσκολη η απόφασή της μετά από τόσα που είχαν περάσει..κι ήταν πολλά..Δεν την απασχολούσαν όμως τώρα οι δυσκολίες εκείνες γιατί οι δυο του λέξεις, οι δυο λέξεις που πάντα επιθυμούσε ν'ακούει από το στόμα του και ποτέ δε χόρταινε, σαν ένα άγριο ζώο που δεν είχε την αίσθηση του κορεσμού της τροφής, είχαν βγει από το στόμα του ξανά στην πιο δύσκολη στιγμή τους.

Δε θα άλλαζε τίποτα από όσα πέρασαν, όσα προσπάθησαν, όσα αντιμετώπισαν, μόνο που έπρεπε να πουν κάτι ακόμα..Έπρεπε να είναι ξεκάθαρη, να του δώσει να καταλάβει, για να δουν πως θα συνεχίσουν..Πάντα πίστευε πως έπρεπε να αποφασίζουν μαζί και προσπαθούσε γι αυτό, κι ας ήταν εκείνος δύσκολος σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Ξαφνικά θυμήθηκε την αρχή τους, την πρώτη συνάντηση, την πρώτη του φράση και χαμογέλασε.."Είσαι πολύ όμορφη" της είχε πει, και την κοιτούσε μ'εκείνα τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια του..θυμήθηκε και την επόμενη φράση του και ένιωσε πόσο ερωτευμένη ήταν ακόμα μαζί του, από την πρώτη εκείνη στιγμή μέχρι σήμερα.
Η κίνηση στο δρόμο την προσγείωσε στην πραγματικότητα. Σχολίασαν τους περαστικούς, πάρκαρε, κι άρχισαν να περπατούν χέρι χέρι στον κεντρικό δρόμο. Ήταν ευτυχισμένη μαζί του, κι εκείνος ήξερε πια όσα της άρεσαν..Έδιναν ο ένας στον άλλο εικόνες, συναισθήματα, έρωτα, αγάπη..Έφτασαν και κάθισαν στην πιο ιδανική θέση, ήταν τυχεροί, σκέφτηκε εκείνη..το μπαράκι γεμάτο φωνές,  μουσικές, φασαρία..δεν τους άρεσε η φασαρία, προτιμούσαν τα ήρεμα μέρη όταν έβγαιναν, τους άρεσε να μιλάνε με τις ώρες, να κάθονται αγκαλιά χωρίς να τραβάνε τα βλέμματα..όμως το μέρος εκείνο το πολύβουο,  το είχε διαλέξει για σκηνικό..ήθελε να μοιραστούν εκείνη τη θέα που σαν καρτ ποστάλ απλωνόταν μπροστά τους..Της άρεσε να του χαρίζει εικόνες, συναισθήματα, έρωτα, αγάπη..όπως του άρεσε κι εκείνου..

Δεν είχε παράπονο, μόνο να μην ήταν εκείνο το σύννεφο, που είχε καθίσει από πάνω τους, σχεδόν πάνω στα μαλλιά τους και τους βάραινε. Εκείνη η συζήτηση... έπρεπε, ναι έπρεπε να την ξεκινήσει. Το πήρε απόφαση αστραπιαία, αν δε το έκανε εκείνη τη στιγμή θα κατηγορούσε τον εαυτό της, θα πνιγόταν. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα για να συνεχίσουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να είναι ήρεμη. Εκείνος άλλαζε, το πρόσωπό του συννέφιαζε, σκοτείνιαζε, ξαναγύριζε στην ηρεμία και πάλι από την αρχή...Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά με ακανόνιστους ρυθμούς, φοβόταν, αλλά χωρίς αυτή την καταιγίδα ήξερε ότι δε θα ερχόταν ξανά ξαστεριά, δε θα καθάριζε ο ουρανός τους, θα υπήρχε πάντα κάτι να τους κάνει να βλέπουν θολά ο ένας τον άλλο, μια περίεργη ομίχλη, ένα πούσι από την υγρασία μιας βροχής που δε θα ερχόταν ποτέ για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Έπρεπε λοιπόν να βρέξει, κι έβρεξε..

Ένιωθε ξαλαφρωμένη από το βάρος, σα να είχε μόλις γεννήσει με μια γέννα δύσκολη, με πόνους τοκετού αφόρητους, μια γέννα χωρίς αναισθησία..η αναισθησία άλλωστε δεν της ταίριαζε ποτέ..Εκείνος ήταν πολύ ταραγμένος, κι εκείνη έτρεμε γι αυτό, αλλά προσπαθούσε να μη του το δείξει. Θα φαινόταν δυνατή, δε θα άφηνε τη βροχή, την καταιγίδα να τους πνίξει, ήταν αποφασισμένη. Τότε έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Δεν τον άκουσε, όχι, δεν άκουσε το θέλω του, ένα θέλω που ξεχύλιζε από μέσα του. Όχι, δε θα τον άφηνε να τους πνίξει από φόβο, δε θα χαλούσαν ότι έχτισαν μέσα σε τόσο χρόνο για μια βροχή. Και τον κράτησε..Αγρίμι τρομαγμένο, αγρίμι που ήθελε να τρέξει να ξεφύγει από τη βροχή εκείνη τη στιγμή..Εκείνη του έδωσε χάδια, ζεστασιά, έρωτα, αγάπη..Και η καταιγίδα κόπασε για λίγο μέσα του, το αγρίμι ημέρεψε. Ξέχασαν κιι είδαν μπροστά τους τη θάλασσα, την κοίταζαν ώρα αγκαλιασμένοι. Μετά περπάτησαν, κρατήθηκαν χέρι χέρι ξανά, αγκαλιάστηκαν στον ήρεμο δρόμο και ήξεραν πως να αντιμετωπίζουν πια τις βροχές για να μην τους φοβίζουν..Το αποφάσισαν μαζί. Θα τις αφήνουν λοιπόν να ξεσπάνε, να ξεθυμαίνουν και μετά θα βγαίνουν χέρι χέρι κάτω από τον καθαρό ουρανό τους, πιο δυνατοί, μαζί..

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

"Το λάθος"

-Θα στείλεις μήνυμα;
-Οχι.
-Γιατί; Δε θέλεις;
-Θέλω!
-Τότε;
-Μου είπε να μη ξαναστείλω μήνυμα.
-Γιατί;
-Γιατί μάλλον κουράστηκε να τα διαβάζει..
-Γιατί;
-Γιατί πρέπει να έστειλα γύρω στα 100..
-Αδύνατον!
-Ναι, μάλλον, δε μπορεί..αλλά ήταν πολλά!
-Και τώρα;
-Περιμένω..
-Τι;
-Να σκεφτεί.
-Τι να σκεφτεί;
-Αν αξίζω να με συγχωρήσει..αν αξίζω μια δεύτερη ευκαιρία..
-Φταις;
-Ναι, έκανα λάθος, η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη!
-Και;
-Τι και; Το έχω μετανοιώσει πικρά, τιμωρώ τον εαυτό μου γι αυτό..
-Τι εννοείς;
-Τίποτα..δε θέλω να ξέρει!
-Μα εγώ ξέρω!
-Ναι, αλλά αν στο πω τώρα θα το μάθει και δε θέλω.
-Εντάξει. Τουλάχιστον θα μου πεις γιατί τιμωρείς τον εαυτό σου; Απ' όσο ξέρω η αναμονή αυτή, η απουσία, η αμφιβολία και ο φόβος της άρνησης είναι αρκετά μεγάλη τιμωρία για σένα! Δε σου φτάνει;
-Όχι, δε φτάνει! Θέλω να βγάλω από μέσα μου ο,τι μ'έφερε σ'αυτή την κατάσταση. Θέλω να είμαι καθαρή όταν γυρίσω σ'εκείνον..ελπίζω να γυρίσω..ελπίζω να θέλει να γυρίσω...ελπίζω...
-Καταλαβαίνω...Γιατί δεν έχει αποφασίσει;
-Τον πλήγωσα, τον θύμωσα, τον τρόμαξα..ήταν απαράδεκτο αυτό που έκανα!
-Του το είπες έτσι δεν είναι;
-Ναι, του ζήτησα συγγνώμη εκατό..χίλιες φορές..ούτε που ξέρω..του εξήγησα αλλά και πάλι δεν ξέρω αν του έδωσα να καταλάβει αν ένιωσε αυτά που του είπα, αν κατάλαβε πόσο τον αγαπάω και πόσο μετάνοιωσα και ότι δε θα ξαναγίνει ποτέ! Κατάλαβε άραγε;
-Δεν ξέρω, ίσως αν καταλάβαινε να σου είχε απαντήσει, ίσως..
-Τι ίσως;
-Ίσως να σου είπε ότι θα το σκεφτεί για να μη του ξαναστείλεις μήνυμα!
-Μη μιλάς έτσι, σε παρακαλώ, δε θα το έκανε!
-Είσαι σίγουρη;
-Ναι! Δε θα το έκανε! Δε θα μου έλεγε ψέματα την ώρα που ήξερε πως ήμουν κομμάτια!
-Καλά..ο,τι πεις! Τότε ίσως..
-Ίσως τι;
-Ίσως να μη σ'αγαπάει..
-Τι λες; Δε θέλω να μου ξαναμιλήσεις, δε θέλω να σ'ακούω, μη μου μιλάς!
-Γιατί;
-Γιατί μ'αγαπάει! Το ξέρω πως μ'αγαπάει! Είμαι σίγουρη πως μ'αγαπάει!
-Καλά.
-Μη μου λες καλά!
-Εντάξει..εντάξει..σε πιστεύω! Τότε μάλλον θα θέλει το χρόνο του, να ηρεμήσει, να σ'εμπιστευτεί ξανά..
-Λες; Μακάρι! Μακάρι να μπορούσα να του πω αυτή τη στιγμή πόσο τον αγαπάω και πόσο μου λείπει! Πόσο θα ήθελα να του πω μια καλημέρα, πόσο θα ήθελα να δω τι κάνει να μάθω τα νέα του!Πόσο θα το ήθελα αυτό!
-Σε καταλαβαίνω. Τον αγαπάς πολύ ε;
-Πολύ! Ξέρεις πρώτη φορά αισθάνομαι έτσι, σου φαίνεται περίεργο; Είμαι ευτυχισμένη μόνο με το να κρατάω το χέρι του, να το νιώθω μέσα στο δικό μου, να νιώθω στα δαχτυλα μου εκείνους τους ρόζους που έχει στη παλάμη του!
-Κατάλαβα! Είσαι ερωτευμένη, δεν τον αγαπάς απλά!
-Ναι, είμαι! Είμαι ερωτευμένη! Τον κοιτάω στα μάτια και νομίζω ότι λάμπουν τα δικά μου! Δε ξέρω αν συμβαίνει, όμως έτσι αισθάνομαι!
-Είσαι σοβαρά!
-Μη με κοροϊδεύεις! Περνάω πολύ άσχημη φάση!
-Συγγνώμη, έχεις δίκιο! Σου εύχομαι να σου απαντήσει γρήγορα και να σου δώσει αυτή την ευκαιρία! Εγώ πιστεύω ότι την αξίζεις και με το παραπάνω, μόνο και μόνο για τα συναισθήματα που έχεις για εκείνον! Αν σ'έβλεπε τώρα πως είσαι όταν μου μιλάς για εκείνον, πως μεταμορφώνεσαι, θα το καταλάβαινε!
-Ναι, αλλά δεν είναι εδώ και δε μπορεί να γίνει..ο καθρέφτης μου!


              (η ιστορία αποτελεί απόσπασμα και είναι φανταστική..)