1
"Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
... Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της..."
(Αλκυόνη Παπαδάκη , Στον ίσκιο των πουλιών)
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
... Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της..."
(Αλκυόνη Παπαδάκη , Στον ίσκιο των πουλιών)
painting Female head Leonardo Da Vinci
2
"...Ποιός κρύβεται;
Ποιός κλαίει μ' αναφιλητά
μέσα στους θάμνους της κοιλάδας;
Το φεγγάρι,
αφήνει στον αέρα ένα μαχαίρι,
...που σαν παγίδα από μολύβι
αποζητάει να γίνει πόνος στο αίμα.
Αφήστε με να μπω!
Φθάνω!
Παγώνω παράθυρα και τοίχους!
Στέγες και κόρφοι ανοίχτε,
να ζεσταθώ μέσα σας!
Κρυώνω!
Οι στάχτες απ' τα νυσταγμένα μου μέταλλα
ψάχνουν να βρουν της φωτιάς,
σε δρόμους μέσα και σε λόφους.
Πάνω στη ράχη μου από ίασπη,
το χιόνι με μεταφέρει
και με πνίγουν σκληρά και παγερά,
τα νερά που λιμνάζουν.
Ω, ναι, θα χυθεί απόψε,
στα μάγουλά μου,
και στις καλαμιές που λυγούν
κάτω απ' τα πλατειά πόδια του ανέμου,
αίμα κατακόκκινο.
.............................. ..................
Πουθενά να μην πέσει σκιά,
ούτε άνοιγμα στα δένδρα,
γιατί δεν πρέπει να ξεφύγουν!
Θέλω να μπω σ΄ένα κόρφο
και να ζεσταθώ εκεί μέσα!
Ζητάω μια καρδιά!
Για μένα μια καρδιά ζεστή!
Που θα απλωθεί πάνω στου στήθους μου τα βουνά.
Αφήστε με να μπω!
Ω, αφήστε με! Αφήστε με"..
ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ (ο μονόλογος του φεγγαριού)
painting
moonrise over the sea Caspar David Friendrich
Ποιός κλαίει μ' αναφιλητά
μέσα στους θάμνους της κοιλάδας;
Το φεγγάρι,
αφήνει στον αέρα ένα μαχαίρι,
...που σαν παγίδα από μολύβι
αποζητάει να γίνει πόνος στο αίμα.
Αφήστε με να μπω!
Φθάνω!
Παγώνω παράθυρα και τοίχους!
Στέγες και κόρφοι ανοίχτε,
να ζεσταθώ μέσα σας!
Κρυώνω!
Οι στάχτες απ' τα νυσταγμένα μου μέταλλα
ψάχνουν να βρουν της φωτιάς,
σε δρόμους μέσα και σε λόφους.
Πάνω στη ράχη μου από ίασπη,
το χιόνι με μεταφέρει
και με πνίγουν σκληρά και παγερά,
τα νερά που λιμνάζουν.
Ω, ναι, θα χυθεί απόψε,
στα μάγουλά μου,
και στις καλαμιές που λυγούν
κάτω απ' τα πλατειά πόδια του ανέμου,
αίμα κατακόκκινο.
..............................
Πουθενά να μην πέσει σκιά,
ούτε άνοιγμα στα δένδρα,
γιατί δεν πρέπει να ξεφύγουν!
Θέλω να μπω σ΄ένα κόρφο
και να ζεσταθώ εκεί μέσα!
Ζητάω μια καρδιά!
Για μένα μια καρδιά ζεστή!
Που θα απλωθεί πάνω στου στήθους μου τα βουνά.
Αφήστε με να μπω!
Ω, αφήστε με! Αφήστε με"..
ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ (ο μονόλογος του φεγγαριού)
painting
moonrise over the sea Caspar David Friendrich
3
"Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στο αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
.............................. .............................. .............................. ...............
Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
..............................
Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι.
Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται...
... Ονειρεύονται και ελπίζουν..."
Αλκυόνη Παπαδάκη (το χρώμα του φεγγαριού)
painting
children's afternoon at Wargemont Auguste Renoir
... Ονειρεύονται και ελπίζουν..."
Αλκυόνη Παπαδάκη (το χρώμα του φεγγαριού)
painting
children's afternoon at Wargemont Auguste Renoir
4
"Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου
κάπου βαθιά της ζεί το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα'θελα να το λαβώσεις".
...
Τάσος Λειβαδίτης
painting
"Sweetest Eyes Were Ever Seen" John Everett Millais
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου
κάπου βαθιά της ζεί το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα'θελα να το λαβώσεις".
...
Τάσος Λειβαδίτης
painting
"Sweetest Eyes Were Ever Seen" John Everett Millais
5
"Μόνη, εντελώς μόνη,
περπατώ στὸ δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα:
Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη απὸ τη Δύση
αφήνοντας ημιτελὲς το δειλινό...
...
Σε λίγο η νύχτα,
κρατώντας τους αμφορείς του μυστηρίου,
των ιδιοτήτων της επαίρετο,
όταν το ρεμβώδες μάτι της, το φεγγάρι,
ένα απρόδεκτο, λαθραίο σύννεφο, πάτησε
και την τύφλωσε.
Του ατυχήματος τούτου
επωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-το μεσονύχτιο υποπτεύονται-
το σύμπαν πυροβόλησε
και το άφησε ακίνητο...
Μετὰ απὸ τέτοια γεγονότα,
το γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη."
Κική Δημουλά (γεγονότα)
painting
Hope, assistants and George Frederic Watts
περπατώ στὸ δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα:
Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη απὸ τη Δύση
αφήνοντας ημιτελὲς το δειλινό...
...
Σε λίγο η νύχτα,
κρατώντας τους αμφορείς του μυστηρίου,
των ιδιοτήτων της επαίρετο,
όταν το ρεμβώδες μάτι της, το φεγγάρι,
ένα απρόδεκτο, λαθραίο σύννεφο, πάτησε
και την τύφλωσε.
Του ατυχήματος τούτου
επωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-το μεσονύχτιο υποπτεύονται-
το σύμπαν πυροβόλησε
και το άφησε ακίνητο...
Μετὰ απὸ τέτοια γεγονότα,
το γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη."
Κική Δημουλά (γεγονότα)
painting
Hope, assistants and George Frederic Watts
6
"Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι απ’ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ’ την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της — είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαίνει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλντά και την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν... έτσι.
……Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα.
……Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση."
Τάσος Λειβαδίτης, "περιπέτεια"
painting
She Shall be Called Woman, George Frederic Watts
……Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα.
……Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση."
Τάσος Λειβαδίτης, "περιπέτεια"
painting
She Shall be Called Woman, George Frederic Watts
7
"Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατὰ βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιὲς ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σὲ ποντίζουν
... στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητὰ τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως."
(Γιώργος Σεφέρης, Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα)
painting
The Lament for Icarus, Herbert Draper
«Κατὰ βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιὲς ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σὲ ποντίζουν
... στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητὰ τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως."
(Γιώργος Σεφέρης, Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα)
painting
The Lament for Icarus, Herbert Draper
8
"Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
...ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
...ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου..
Δως μου το χέρι σου"
(Τάσος Λειβαδίτης, "φυσάει")
painting
The Deluge, Francis Danby
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου..
Δως μου το χέρι σου"
(Τάσος Λειβαδίτης, "φυσάει")
painting
The Deluge, Francis Danby
9
"Έβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε; έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε…
«Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!», έγραφε
...Αγαπώ άλλον;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε
«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ‘ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: «Αγαπώ άλλον!»
«Θα αγαπώ άλλον»;
Πού είσαι;
Πού να πάω;
Φυσάει κρυώνω
Πού είσαι;"
(Τάσος Λειβαδίτης, φυσάει)
painting
Beata Beatrix, Dante Gabriel Rossetti
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε; έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε…
«Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!», έγραφε
...Αγαπώ άλλον;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε
«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ‘ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: «Αγαπώ άλλον!»
«Θα αγαπώ άλλον»;
Πού είσαι;
Πού να πάω;
Φυσάει κρυώνω
Πού είσαι;"
(Τάσος Λειβαδίτης, φυσάει)
painting
Beata Beatrix, Dante Gabriel Rossetti
(αν περάσεις από εδώ τυχαία, να γλυκαθείς,
να ζεσταθεί λίγο η ψυχή σου φίλη μου..)