Άκουσα τη φωνή σου. Με ζητούσες..
Μα ο δρόμος μου ήταν κλειστός. Τον είχε φράξει η σιωπή σου..
Η ώρα πέρασε. Έβγαλες το κεφάλι από το παράθυρο, έψαξες στο σκοτάδι, κι όταν είδες πως δεν ερχόμουν,άφησες λυτά εκείνα τα άγρια σκυλιά του εγωισμού σου να με κατασπαράξουν..
Δεν υπολόγισες πως έχω πληγές ανοιχτές από προηγούμενα χτυπήματα.
Αν με δαγκώσουν θα πεθάνω..
Είμαι πάνω σ' εκείνο το βράχο
με τα χέρια ανοιχτά
Προσκαλώ τα στοιχεία της φύσης
να με πάρουν από την ερημιά
Κι ήρθε άνεμος δυνατός
κι ήρθε βροχή
Προσπαθούν να με ρίξουν στο χώμα
μα η φωτιά σου με κρατάει εκεί.
1,2,3,...,8. Έχουμε το Νο 8. Υπάρχει χρόνος, ας καθίσουμε.
Έκανε τόσο κρύο σ' εκείνη την αίθουσα! Έκανε; Ή μήπως με κρύωναν οι σκέψεις μου; Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα.. Ένιωθα μόνο το κρύο να με τρυπά ως το κόκκαλο. Εγώ εδώ, η μητέρα μου ακριβώς δίπλα. Νομίζω ότι κρύωνε κι εκείνη από την ίδια σκέψη, τον ίδιο φόβο. Το φόβο αυτού του άγνωστου αντικρίσματος..
Ο πατέρας μου ήταν έξω από την αίθουσα, πιο μακριά. Τον έβλεπα. Τον αναγνώριζα από τα ρούχα και το παράστημα κι ας μη γυρνούσε να με κοιτάξει. Φορούσε εκείνο το ωραίο γκρι κοστούμι, το αγαπημένο του, και κοιτούσε το πλήθος.. Πόσος κόσμος είχε αλήθεια μαζευτεί μέσα στην αίθουσα και στο προαύλιο! Τόσος κόσμος! Μας φώναξαν στο ταμείο, πληρώσαμε, πήραμε την απόδειξη. Να μια απόδειξη που δε θα κρατήσω, σκέφτηκα.."Πάρτε το χαρτάκι και πηγαίνετε στην κατοικία του συζύγου σας να περιμένετε" είπαν στη μητέρα μου. Βγήκαμε αργά από την αίθουσα, αισθανόμουν ότι μου είχαν κρεμάσει κάποια αόρατα βάρη στα πόδια και δεν μπορούσα να περπατήσω με άνεση. Πήραμε το αυτοκίνητο και σε λίγο φτάσαμε. Ο πατέρας μου είχε έρθει με τα πόδια. Καθόταν στον κατάλευκο κήπο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Πόση σημασία είχαν τα χρώματα και τ' αντικείμενα ξαφνικά!
"Μπαμπά; Δε θα γυρίσεις να μας δεις; Δε θα μας χαιρετίσεις;" Δεν απαντούσε.. Δεν ξέρω γιατί..
Κάτι ακούστηκε στην ησυχία. Ήρθαν. Ένα μεταλλικό καρότσι, 2 αξίνες. Είχα αποφασίσει να μη δώσω σημασία στους ανθρώπους σήμερα, να προσέχω μόνο τ' αντικείμενα. Ναι, μόνο σ' αυτά θα έδινα σημασία! Γκρι μεταλλικό καρότσι με δυο ρόδες, δυο αξίνες. Σε λίγο ξεκίνησε ένας θόρυβος, ένας λευκός θόρυβος, τόσο εκκωφαντικός που έκανε τ' αυτιά μου να βουίζουν και να πονάνε!
Σκόνη, λευκό, σκόνη... Και ξαφνικά ξύλο! Καφέ ξύλο.. Πάντα μου άρεσε το σκούρο καφέ ξύλο! Μου φάνηκε τώρα σα να ήταν πόρτα, η πόρτα αυτής της κατοικίας.. Μια πόρτα βαριά που άνοιγε μόνο από έξω.. Δεν ήξερα αν ήθελα ν' ανοίξει. Όχι, ήξερα.. Δεν ήθελα ν' ανοίξει! Έπρεπε όμως να αποχαιρετιστούμε , αυτό μόνο ήξερα, τίποτα άλλο!
"Μπαμπά; Θα γυρίσεις επιτέλους να με κοιτάξεις; Τουλάχιστον τώρα για τελευταία φορά!"
Και τότε κατάλαβα.. "Κατάλαβα γιατί από το πρωί μου κρύβεσαι, γιατί δεν ήθελες να με δεις!"
Τρομερή η εικόνα σ' αυτό το τελευταίο αντίκρυσμα στ' αλήθεια! "Ήθελες να με προστατέψεις μπαμπά, έτσι δεν είναι;" Όμως ήταν αναπόφευκτο! " Έπρεπε να ειδωθούμε για τελευταία φορά, δεν είμαι μικρό κοριτσάκι πια, έπρεπε να σε χαιρετίσω.." Έστω κι έτσι!
Λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί. Μια μηχανή με μεταλλική καρότσα πίσω..
Λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί! Μα ο πατέρας μου δεν έπινε κόκκινο κρασί. Μόνο λευκό, άντε και καμία μπύρα. Για ποτό ούτε λόγος! Λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί!
"Ακολουθήστε με." είπε μια φωνή. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ακολουθούσα εκείνη τη μηχανή με την καρότσα που είχε μέσα το λευκό σεντόνι και το κόκκινο κρασί.. Δεν έβλεπα τίποτα τριγύρω.. Δεν προσπαθούσα κιόλας! Είχε κολλήσει η ματιά μου σ' εκείνο το λευκό σεντόνι που ακολουθούσα σαν υπνωτισμένη.. Φτάσαμε, κατεβήκαμε, προχωρήσαμε.. Σου έδωσαν κρασί, κόκκινο κρασί, και.. " Τι είναι εδώ; " Δεν πήρα απάντηση. Εδώ λοιπόν είναι η άβυσσος, σκέφτηκα. Άβυσσος ψυχών και σωμάτων.. Μια πολυκατοικία στην άβυσσο.. Η τελευταία κατοικία! Με μια λαμαρίνα για πόρτα, καμιά πολυτέλεια! Όλοι μαζί σαν σε αμπάρι πλοίου! "Εδώ θα είσαι τώρα μπαμπά! Πως θα σε βρίσκω ανάμεσα σε τόσο κόσμο;" Και όλοι τόσο ίδιοι..τόσο απαράμιλλα ίδιοι! "Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, έτσι δεν είναι;" Σ' αυτή την άβυσσο ψυχών και σωμάτων.. "Σε αφήνω λοιπόν ν' αναπαυτείς! Αντίο μπαμπά.. Αντίο! "
Χώμα, υγρό, ύλη, αποσύνθεση, φως σκοτάδι..
Φλας στα μάτια μου.
Εικόνες, πληγές, φόβοι, αισθήματα, πόνοι, λυγμοί, σκέψεις.
Που είσαι;
Σε χρειάζομαι!
Θέλω μια αγκαλιά, μια αγκαλιά δυνατή να με πονέσει.
Να μη φοβηθώ..
Μια αγκαλιά δυνατή με μάτια κλειστά.
Να ακουμπάω στο στήθος σου χωρίς να βλέπω.
Μόνο να νιώθω.
Να πάρω τη ζέστη και τη μυρωδιά σου φυλαχτό.
Να μη φοβηθώ..
"Ν' αγαπάς μέχρι το θάνατο" του είχε πει. Και το εννοούσε. Και δεν το περίμενε, όχι, δεν το περίμενε πως θα ερχόταν κάποια στιγμή που ο θάνατος θα της στερούσε την αγάπη του. Μόνο που δεν ήταν ο δικός της θάνατος αλλά η ιδέα του, η ιδέα του προσωρινού, του μάταιου, της κλεψύδρας που αδειάζει με ρυθμό ταχύ στο μυαλό του. Και τον κέρδιζε ημέρα με την ημέρα. Είχε γίνει προτεραιότητα. Κι εκείνη τον αγαπούσε, τον χάιδευε με τη σκέψη της και προσπαθούσε να τον νοιώσει, να τον καταλάβει. Ναι, τον καταλάβαινε, μαλάκωνε, τον άφηνε να την πονάει γιατί είχε αποφασίσει να σεβαστεί κι εκείνη τη φοβερή προοπτική, τη φοβερή ιδέα, τον τρόμο του θανάτου. Κι εκείνος έδειχνε να αγκαλιάζει την απόφαση της τρυφερά, να έρχεται πιο κοντά της, να της δίνεται περισσότερο από πριν. Κι όμως η εμμονή του προς το μάταιο, η θλίψη του όταν έχανε για λίγο αυτή την εμμονή, την πλήγωναν ξανά και ξανά, πιο βαθιά κάθε φορά. Γιατί η αγάπη του προς εκείνη δεν έπρεπε να έχει προϋποθέσεις, όπως δεν είχε και η δική της αγάπη, δεν έπρεπε να έρχεται και να φεύγει ανάλογα με το πόσο κοντά ή πόσο μακριά ήταν εκείνος και η εμμονή του. Πλημμύριζαν μέσα της τα συναισθήματα και οι πόθοι της για εκείνον, κι εκείνος τη θυμόταν περιστασιακά, της έδινε λίγες λέξεις, αλλά δεν της έφταναν οι λέξεις, οι λέξεις δεν έλεγαν τίποτα χωρίς το συναίσθημα.
" Ν' αγαπάς μέχρι το θάνατο" του είχε πει, γιατί ήξερε πως ο θάνατος είναι η μόνη πραγματική ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Η πιο τρομακτική που δεν αποφεύγει κανείς και που ποτέ δεν ξέρει πότε θα έρθει. Τον φοβόταν το θάνατο εκείνη, τον είχε βιώσει και τον φοβόταν. Γι αυτό κι επιμένει να το πιστεύει και να πολεμάει γι αυτό : "Ν' αγαπάς μέχρι το θάνατο" . Όχι, η αγάπη δε σκοτώνει, η έλλειψή της όμως σε κάνει να σβήνεις αργά, να αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος, μικρός και μόνος σ' αυτό τον σκληρό και παγωμένο κόσμο.
LA FILLE D’OCTOBRE – “TROP D’AMOUR TUE” (“TOO MUCH LOVE KILLS”): Je me lancerais bien du plus haut des toits I’d readily plunge off the highest of the roofs Les chevilles lestées des plus lourdes pierres
Ankles shackled by the heaviest stones Pleine de cet amour qui me rendait fière
Awash with this love that made me proud (Elèveras-tu ton regard sur moi?)
(Shall you raise your eyes upon me?) Je me jetterais bien dans les deux rivières
I would readily jump into the two rivers Que mes joues creusées ont charrié pour toi That my hollow cheeks carried along for you Noyée dans les larmes étouffant ma voix Drowned into the tears that dampen my voice (M’accorderas-tu un peu de ton air?) Shall you concede me some of your air? Trop d’amour tue
Too much love kills (Que le ciel me prépare un asile de misère) (May the sky secure me a wretched asylum) Si tu me fais signe, je viendrais If you signal me, I’ll come Je me couperais bien les jambes et les bras I’d readily severe legs and arms Pour donner au monde mon buste de pierre To offer the world my stone bust Une fois pétrifiée au jardin d’hiver
Once petrified in the winter garden (Auras-tu pitié de mon corps si froid?) (Will you have mercy on my O’ so cold body?) Je me brûlerais bien aux flammes de l’enfer I’d readily burn in the blazes of hell
Que tu as laissé tout autour de moi That you left all around me Si jamais le diable me mordait les doigts If the devil ever bit my fingers (Lui livreras-tu une juste guerre ?) (Would you wage a righteous war against him?) Trop d’amour tue Too much love kills (Que le ciel me prépare un asile de misère) (May the sky hold for me a wretched asylum) Si tu me fais signe, je viendrais If you signal me, I’ll come Trop d’amour tue Too much love kills (Que le ciel me prépare un endroit pour me taire) May the sky hold for meplace where I’ll be quiet Si tu me refuses trop d’amour If you refuse me too much love Je suis assez forte pour mourir cent fois I am strong to die a hundred times Mille dieux en colère ne peuvent m’empêcher A wrath of a thousand gods shan’t prevent me Si tu approches, écoutes au fond de moi If you come close, listen deep within me Mon coeur c’est la terre prête à exploser My heart is Earth prompt to burst Trop d’amour tue … Too much love kills… Trop d’amour tue Too much love kills (Que le ciel me prépare un asile de misère) (May the sky hold for me a wretched asylum) Si tu me fais signe je viendrais If you signal me, I’ll come Trop d’amour tue Too much love kills (Que le ciel me prépare un endroit pour me taire) May the sky hold for me a place where I shall be quiet Si tu me refuses trop d’amour If you refuse too much love Je viendrais …Trop d’amour … I’ll come… Too much love…