Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Βροχή μου

Το αυτοκίνητο ακολουθούσε τη νυχτερινή του διαδρομή. Εκείνη οδηγούσε, εκείνος δίπλα της, της κρατούσε το χέρι. Της άρεσε τόσο αυτή του η συνήθεια, που ήταν ικανή να μην αλλάξει ταχύτητα, ν'αφήσει το αμάξι να αγκομαχάει σαν κουρασμένο άλογο στην ανηφόρα, παρά να χάσει τη ζεστασιά του χεριού του. Πολλές φορές μάλιστα προσπαθούσε, και τα κατάφερνε μετά από τόσο καιρό πια, να αλλάζει τις ταχύτητες με το αριστερό για να μη ταράζει τίποτα τη γαλήνη τους. Ήξερε που πήγαιναν, εκείνος πάλι όχι. Δεν του άρεσαν οι εκπλήξεις κι εκείνη το ήξερε, αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να γίνει έτσι. Ήξεραν μόνο που θα κατέληγαν, κοντά στη θάλασσα, στο μέρος που αγαπούσαν και οι δύο.Χιλιάδες σκέψεις το δευτερόλεπτο περνούσαν από το μυαλό της. Έφτιαχνε πρόλογο, κυρίως θέμα, επίλογο..τα άλλαζε όμως ξανά και ξανά χιλιάδες φορές στη διαδρομή. Ήταν δύσκολη η απόφασή της μετά από τόσα που είχαν περάσει..κι ήταν πολλά..Δεν την απασχολούσαν όμως τώρα οι δυσκολίες εκείνες γιατί οι δυο του λέξεις, οι δυο λέξεις που πάντα επιθυμούσε ν'ακούει από το στόμα του και ποτέ δε χόρταινε, σαν ένα άγριο ζώο που δεν είχε την αίσθηση του κορεσμού της τροφής, είχαν βγει από το στόμα του ξανά στην πιο δύσκολη στιγμή τους.

Δε θα άλλαζε τίποτα από όσα πέρασαν, όσα προσπάθησαν, όσα αντιμετώπισαν, μόνο που έπρεπε να πουν κάτι ακόμα..Έπρεπε να είναι ξεκάθαρη, να του δώσει να καταλάβει, για να δουν πως θα συνεχίσουν..Πάντα πίστευε πως έπρεπε να αποφασίζουν μαζί και προσπαθούσε γι αυτό, κι ας ήταν εκείνος δύσκολος σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Ξαφνικά θυμήθηκε την αρχή τους, την πρώτη συνάντηση, την πρώτη του φράση και χαμογέλασε.."Είσαι πολύ όμορφη" της είχε πει, και την κοιτούσε μ'εκείνα τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια του..θυμήθηκε και την επόμενη φράση του και ένιωσε πόσο ερωτευμένη ήταν ακόμα μαζί του, από την πρώτη εκείνη στιγμή μέχρι σήμερα.
Η κίνηση στο δρόμο την προσγείωσε στην πραγματικότητα. Σχολίασαν τους περαστικούς, πάρκαρε, κι άρχισαν να περπατούν χέρι χέρι στον κεντρικό δρόμο. Ήταν ευτυχισμένη μαζί του, κι εκείνος ήξερε πια όσα της άρεσαν..Έδιναν ο ένας στον άλλο εικόνες, συναισθήματα, έρωτα, αγάπη..Έφτασαν και κάθισαν στην πιο ιδανική θέση, ήταν τυχεροί, σκέφτηκε εκείνη..το μπαράκι γεμάτο φωνές,  μουσικές, φασαρία..δεν τους άρεσε η φασαρία, προτιμούσαν τα ήρεμα μέρη όταν έβγαιναν, τους άρεσε να μιλάνε με τις ώρες, να κάθονται αγκαλιά χωρίς να τραβάνε τα βλέμματα..όμως το μέρος εκείνο το πολύβουο,  το είχε διαλέξει για σκηνικό..ήθελε να μοιραστούν εκείνη τη θέα που σαν καρτ ποστάλ απλωνόταν μπροστά τους..Της άρεσε να του χαρίζει εικόνες, συναισθήματα, έρωτα, αγάπη..όπως του άρεσε κι εκείνου..

Δεν είχε παράπονο, μόνο να μην ήταν εκείνο το σύννεφο, που είχε καθίσει από πάνω τους, σχεδόν πάνω στα μαλλιά τους και τους βάραινε. Εκείνη η συζήτηση... έπρεπε, ναι έπρεπε να την ξεκινήσει. Το πήρε απόφαση αστραπιαία, αν δε το έκανε εκείνη τη στιγμή θα κατηγορούσε τον εαυτό της, θα πνιγόταν. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα για να συνεχίσουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να είναι ήρεμη. Εκείνος άλλαζε, το πρόσωπό του συννέφιαζε, σκοτείνιαζε, ξαναγύριζε στην ηρεμία και πάλι από την αρχή...Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά με ακανόνιστους ρυθμούς, φοβόταν, αλλά χωρίς αυτή την καταιγίδα ήξερε ότι δε θα ερχόταν ξανά ξαστεριά, δε θα καθάριζε ο ουρανός τους, θα υπήρχε πάντα κάτι να τους κάνει να βλέπουν θολά ο ένας τον άλλο, μια περίεργη ομίχλη, ένα πούσι από την υγρασία μιας βροχής που δε θα ερχόταν ποτέ για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Έπρεπε λοιπόν να βρέξει, κι έβρεξε..

Ένιωθε ξαλαφρωμένη από το βάρος, σα να είχε μόλις γεννήσει με μια γέννα δύσκολη, με πόνους τοκετού αφόρητους, μια γέννα χωρίς αναισθησία..η αναισθησία άλλωστε δεν της ταίριαζε ποτέ..Εκείνος ήταν πολύ ταραγμένος, κι εκείνη έτρεμε γι αυτό, αλλά προσπαθούσε να μη του το δείξει. Θα φαινόταν δυνατή, δε θα άφηνε τη βροχή, την καταιγίδα να τους πνίξει, ήταν αποφασισμένη. Τότε έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Δεν τον άκουσε, όχι, δεν άκουσε το θέλω του, ένα θέλω που ξεχύλιζε από μέσα του. Όχι, δε θα τον άφηνε να τους πνίξει από φόβο, δε θα χαλούσαν ότι έχτισαν μέσα σε τόσο χρόνο για μια βροχή. Και τον κράτησε..Αγρίμι τρομαγμένο, αγρίμι που ήθελε να τρέξει να ξεφύγει από τη βροχή εκείνη τη στιγμή..Εκείνη του έδωσε χάδια, ζεστασιά, έρωτα, αγάπη..Και η καταιγίδα κόπασε για λίγο μέσα του, το αγρίμι ημέρεψε. Ξέχασαν κιι είδαν μπροστά τους τη θάλασσα, την κοίταζαν ώρα αγκαλιασμένοι. Μετά περπάτησαν, κρατήθηκαν χέρι χέρι ξανά, αγκαλιάστηκαν στον ήρεμο δρόμο και ήξεραν πως να αντιμετωπίζουν πια τις βροχές για να μην τους φοβίζουν..Το αποφάσισαν μαζί. Θα τις αφήνουν λοιπόν να ξεσπάνε, να ξεθυμαίνουν και μετά θα βγαίνουν χέρι χέρι κάτω από τον καθαρό ουρανό τους, πιο δυνατοί, μαζί..