υπάρχουν ρόλοι που παίζεις τρέμοντας στη σκηνή
όχι από άγχος για το κοινό.
είναι η συγκίνηση που σου κατακλύζει όλο το "είναι".
η συγκίνηση για το ίδιο το κείμενο.
η συγκίνηση του λόγου, που μόλις συνειδητοποίησες.
υπάρχουν ρόλοι που σε στοιχειώνουν για μια ζωή.
ρόλοι που αγγίζουν την ψυχή σου περισσότερο από άλλους
ρόλοι που δε σ' αφήνουν να ξεφύγεις..
Η κοριτσίστικη ψυχή
ντύθηκε πάλι το λευκό της φόρεμα
ξυπόλυτη περπατά στην ακροθαλασσιά
Δώσε μου τα χέρια σου
σου προφέρω την καρδιά μου, αγαπημένε
Άνοιξε την αγκαλιά σου
θα την γεμίσω μ' αστέρια και ρόδα
για όσο οι Μοίρες κι ο Ουρανός το επιτρέπουν
Ρωμαίο, Ρωμαίο ! Αλίμονο, γιατί να 'σαι ο Ρωμαίος.
Αρνήσου τον πατέρα σου κι άλλαξε τόνομά σου.
Ή αν δε θες , ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς,
και πια δε θα ονομάζομαι κόρη του Καπουλέτου.
που αποτελεί τον άνθρωπο...
Ρωμαίο παράτησέ το !
Κι αντί γι αυτό που τίποτα δεν είν’ απ’ τη ζωή σου,
πάρε με εμένα ολάκερη.
«αγάπη σου», και με ξαναβαφτίζεις.
Ρωμαίος πια δεν θα λέγομαι.
κρυφοπατείς στα μυστικά μου ;
είναι για μένα μισητό,
γιατί είναι και για σένα
κι αν το 'χα τώρα εδώ γραφτό, θα το 'κανα κομμάτια.
Δεν είσαι συ ο Ρωμαίος,
ο γιος δεν είσαι τού Μοντέγου;
Του κήπου μας είναι ψηλός ο τοίχος και περνιέται
δύσκολα, κι είναι θάνατος βέβαιος αυτό το μέρος
το δρόμο.
εσύ γλυκά, και η έχθρητα η δική τους δε με πιάνει.
Έχω της νύχτας τη σκέπη και απ' τα μάτια τους με κρύβει. Αν ίσως όμως
δε μ' αγαπάς καλύτερα να μ’ έβρουν.
Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου
παρά ν' αργήσει ο θάνατος ναρθεί, και να μου λείπει
η αγάπη σου.
εγώ του 'δωσα τα μάτια.
Δεν είμαι ναυτικός,
ωστόσο αν ήσουνα στις χώρες
πού τις δέρνουν τα κύματα στα πέρατα του κόσμου,
θα 'ρχόμουν, τέτοιο θησαυρό για να 'βρω, ως εκεί πέρα.
την όψη γι αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω.
Μα τώρα πάνε οι τύποι..
Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω.
Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις.
Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις,
μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας
γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης.
Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια.
Αν πάλι θαρρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις,
τότε θα σοβαρέψω,
θα γενώ κακιά, θα σού λέω «όχι»,
ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω.
Αλλιώς, ποτέ...
Ναι, αυτό ‘ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέγο,
εύκολα παραδίνομαι στα αισθήματά μου.
Κι ίσως θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά.
Ωστόσο πίστεψέ με,
θα σου δειχτώ πιστότερη απ'
τις άλλες που κατέχουν
πιότερη τέχνη,
αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν.
Θα 'πρεπε να δειχτώ κι
εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα,
τ' ομολογώ.
Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω,
κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό.
Για τούτο συχώρεσέ με,
Κι αλαφρό μην πάρεις το αίσθημά μου
πού έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι.
Ω αγαπημένη,
στην ιερή σού ορκίζομαι Σελήνη,
εκεί ψηλά,
που τις κορφές των δέντρων ασημώνει
όλο το μήνα,
στο δρόμο της,
για να μη μοιάσει η αγάπη σου μ’ αυτήνε
Μην ορκιστείς καθόλου.
Ή, αν θες, ορκίσου, πιο καλά, στον όμορφο εαυτό σου,
γιατί είσαι τώρα εσύ για μένα ο Θεός και το είδωλό μου.
και θα πιστέψω.
Μ’ όλο που 'σαι η χαρά μου,
τούτη τη σημερινή ένωσή μας δεν τη χαίρομαι
ήρθε πολύ γοργά,
πολύ μεμιάς, πολύ ανεπάντεχα,
πολύ σα μια αστραπή που σβήνει πριν προλάβεινα πει κανείς
στης άνοιξης τη ζωογόνα ανάσα,
Είθε να 'ρθεί τόσο γλυκιά γαλήνη
μες στην καρδιά σου,
όση κι’ εμένα αυτή η βραδιά μου δίνει !
Όμως ποθώ κάτι που το' χω πάντα σ'
αφθονία.
Η απλοχεριά μου είναι πλατιά σα θάλασσα,
κι η αγάπη μου, βαθιά καθώς αυτή: κι όσο σου δίνω,
τόσο έχω περισσότερη.
Γιατί κι οι δυο τους είναι
χωρίς σωσμό.
Κάποιος με κράζει μέσα. Αντίο, καλέ μου !
όχι από άγχος για το κοινό.
είναι η συγκίνηση που σου κατακλύζει όλο το "είναι".
η συγκίνηση για το ίδιο το κείμενο.
η συγκίνηση του λόγου, που μόλις συνειδητοποίησες.
υπάρχουν ρόλοι που σε στοιχειώνουν για μια ζωή.
ρόλοι που αγγίζουν την ψυχή σου περισσότερο από άλλους
ρόλοι που δε σ' αφήνουν να ξεφύγεις..
Η κοριτσίστικη ψυχή
ντύθηκε πάλι το λευκό της φόρεμα
ξυπόλυτη περπατά στην ακροθαλασσιά
Δώσε μου τα χέρια σου
σου προφέρω την καρδιά μου, αγαπημένε
Άνοιξε την αγκαλιά σου
θα την γεμίσω μ' αστέρια και ρόδα
για όσο οι Μοίρες κι ο Ουρανός το επιτρέπουν
ΙΟΥΛΙΕΤΑ :
Ρωμαίο, Ρωμαίο ! Αλίμονο, γιατί να 'σαι ο Ρωμαίος.
Ή αν δε θες , ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς,
και πια δε θα ονομάζομαι κόρη του Καπουλέτου.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ν' ακούσω ακόμη , ή να μιλήσω ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Εχθρός μου είν' τ'όνομά σου.
Μα πάλι ο ίδιος θα' σουνα , κι αν δε σε λέγαν έτσι.Τι είναι Μοντέγος τάχατες;
Ούτε χέρι, ούτε πόδι, ούτε μπράτσο,
ούτε πρόσωπο, κι’ ούτε κανένα μέροςπου αποτελεί τον άνθρωπο...
Ω άλλαξε το 'νομά σου !
Τ' όνομα τι σημαίνει;
Αυτό πού το καλούμε ρόδο
το ίδιο θα μύριζε γλυκά κι
αν έπαιρνε όνομα άλλο.
Έτσι κι εσύ, κι αν σ’ έλεγαν αλλιώς κι’ όχι Ρωμαίο,
θα' χες τις χάρες τις πολλές που σε στολίζουν
δίχως να σου τις δίνει τ' όνομα.Ρωμαίο παράτησέ το !
Κι αντί γι αυτό που τίποτα δεν είν’ απ’ τη ζωή σου,
πάρε με εμένα ολάκερη.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Κρατώ το λόγο που είπες.
Ονόμασέ με «αγάπη σου», και με ξαναβαφτίζεις.
Ρωμαίος πια δεν θα λέγομαι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ποιος είσαι εσύ που
παίρνοντας για σκέπασμα τη νύχτα,κρυφοπατείς στα μυστικά μου ;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Με όνομα δεν ξέρω
να πω ποιος είμαι.Τ' όνομά μου, αγαπητή μου αγία,είναι για μένα μισητό,
γιατί είναι και για σένα
κι αν το 'χα τώρα εδώ γραφτό, θα το 'κανα κομμάτια.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Τ' αφτιά μου από το στόμα σου μήτε εκατό ως τα τώρα
λόγια δεν χάρηκαν,μα εγώ γνωρίζω τη φωνή σου.Δεν είσαι συ ο Ρωμαίος,
ο γιος δεν είσαι τού Μοντέγου;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Όχι δεν είμαι τίποτα απ'
αυτά, σα δε σ’ αρέσουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Πώς μπόρεσες να' ρθείς εδώ,
πε μου, και τι γυρεύεις ;Του κήπου μας είναι ψηλός ο τοίχος και περνιέται
δύσκολα, κι είναι θάνατος βέβαιος αυτό το μέρος
για σένα, αν τύχει να σε ιδεί κανείς απ’ τους δικούς μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Λαφριά μούδωσε ο έρωτας φτερά να τούς περάσω.
Πέτρινοι φράχτες δεν μπορούν να κλείσουν της αγάπηςτο δρόμο.
Κι ό,τι ο έρωτας μπορεί, το κάνει κιόλα.
Γι' αυτό δεν είναι εμπόδιο για μένα ούτε οι δικοί σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Όμως, αν τύχει να σε ιδούν εδώ, θα σε σκοτώσουν.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ω, πιο μεγάλο κίνδυνο κλείνουν τα δυο σου μάτια,
για μένα, παρά είκοσι σπαθιά τους. Κοίταξέ μεεσύ γλυκά, και η έχθρητα η δική τους δε με πιάνει.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Θάταν φριχτό να σ' έβλεπαν εδώ.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Έχω της νύχτας τη σκέπη και απ' τα μάτια τους με κρύβει. Αν ίσως όμως
δε μ' αγαπάς καλύτερα να μ’ έβρουν.
Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου
παρά ν' αργήσει ο θάνατος ναρθεί, και να μου λείπει
η αγάπη σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ποιος σου 'δειξε να 'ρθείς σ'
αυτό το μέρος ;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ο Έρωτας που μ’ έβαλε να 'ρθω να σε γυρέψω.
Αυτός το νου μου φώτισεεγώ του 'δωσα τα μάτια.
Δεν είμαι ναυτικός,
ωστόσο αν ήσουνα στις χώρες
πού τις δέρνουν τα κύματα στα πέρατα του κόσμου,
θα 'ρχόμουν, τέτοιο θησαυρό για να 'βρω, ως εκεί πέρα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς το χρώμα της ντροπής θα 'βλεπες να μου βάφειτην όψη γι αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω.
Θα 'θελα να είχα κρατηθεί στους τύπους · να μπορούσα
τα λόγια που 'χω πει να τ’ αρνηθώ.Μα τώρα πάνε οι τύποι..
Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω.
Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις.
Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις,
μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας
γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης.
Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια.
Αν πάλι θαρρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις,
τότε θα σοβαρέψω,
θα γενώ κακιά, θα σού λέω «όχι»,
ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω.
Αλλιώς, ποτέ...
Ναι, αυτό ‘ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέγο,
εύκολα παραδίνομαι στα αισθήματά μου.
Κι ίσως θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά.
Ωστόσο πίστεψέ με,
θα σου δειχτώ πιστότερη απ'
τις άλλες που κατέχουν
πιότερη τέχνη,
αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν.
Θα 'πρεπε να δειχτώ κι
εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα,
τ' ομολογώ.
Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω,
κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό.
Για τούτο συχώρεσέ με,
Κι αλαφρό μην πάρεις το αίσθημά μου
πού έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ω αγαπημένη,
στην ιερή σού ορκίζομαι Σελήνη,
εκεί ψηλά,
που τις κορφές των δέντρων ασημώνει
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ω, όχι, μην ορκίζεσαι στην άστατη Σελήνη,
που αδιάκοπα το δίσκο της αλλάζει,όλο το μήνα,
στο δρόμο της,
για να μη μοιάσει η αγάπη σου μ’ αυτήνε
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Σε τι θέλεις να σου ορκιστώ
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Μην ορκιστείς καθόλου.
Ή, αν θες, ορκίσου, πιο καλά, στον όμορφο εαυτό σου,
γιατί είσαι τώρα εσύ για μένα ο Θεός και το είδωλό μου.
και θα πιστέψω.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Αν τής καρδιάς μου όλη η λατρεία
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ρωμαίο,
μην ορκιστείς καλύτερα! Μ’ όλο που 'σαι η χαρά μου,
τούτη τη σημερινή ένωσή μας δεν τη χαίρομαι
ήρθε πολύ γοργά,
πολύ μεμιάς, πολύ ανεπάντεχα,
πολύ σα μια αστραπή που σβήνει πριν προλάβεινα πει κανείς
«αστράφτει!»... Καληνύχτα, αγαπημένε !
Ίσως το τρυφερό τούτο μπουμπούκι της αγάπηςστης άνοιξης τη ζωογόνα ανάσα,
να γίνει ένα όμορφο λουλούδι ως να ιδωθούμε πάλι.
Καλή σου νύχτα !Είθε να 'ρθεί τόσο γλυκιά γαλήνη
μες στην καρδιά σου,
όση κι’ εμένα αυτή η βραδιά μου δίνει !
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Θα φύγω δίχως μια μικρή αμοιβή να 'χω από σένα;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Και ποια αμοιβή μπορείς,
απόψε, να 'χεις από μένα;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Την αγάπη σου αντάλλαγμα δως μου για τη δική μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Εγώ κιόλα σ' την έδωσα, προτού μου τη γυρέψεις εσύ.
Ωστόσο θα ήθελα να σου την πάρω πίσω !
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Να μου την πάρεις;
Και γιατί, γλυκιά μου αγαπημένη ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Για να δειχτώ γενναιόδωρη και να σ'
την ξαναδώσω !Όμως ποθώ κάτι που το' χω πάντα σ'
αφθονία.
Η απλοχεριά μου είναι πλατιά σα θάλασσα,
κι η αγάπη μου, βαθιά καθώς αυτή: κι όσο σου δίνω,
τόσο έχω περισσότερη.
Γιατί κι οι δυο τους είναι
χωρίς σωσμό.
Κάποιος με κράζει μέσα. Αντίο, καλέ μου !